- ἴταλα
- ἴταλα· ἱστία εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν, Hsch. (Cf. ἰτλαί.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ίταλα — (I) η (ΑΜ Ἴταλα) ονομασία που έδωσε ο Αυγουστίνος στις λατινικές μεταφράσεις τής Βίβλου που κυκλοφορούσαν από τον 2ο αιώνα στη Δύση παλαιότεροι θεολόγοι ονόμασαν Ίταλα ό,τι είχε περισωθεί από την πριν από τον Ιερώνυμο λατινική μετάφραση τής… … Dictionary of Greek
ίταλα — (II) ἴταλα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱστία, εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν» … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ντιντ, Αντρέ — (Andre Deed, Χάβρη 1884 – Παρίσι 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Αντρέ ντε Σαπέ (Andre de Chapais). Υπήρξε ο πρώτος κωμικός του κινηματογράφου που βγήκε από την ανωνυμία. Από το 1906 άρχισε να… … Dictionary of Greek